- αδώτης
- ἀδώτης, ο (Α)αυτός που δεν δίνει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + δώτης < δίδωμι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδώτης — non giver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδώτην — ἀδώτης non giver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδώτῃ — ἀδώτης non giver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοδώτης — και βιοδώτωρ, ο (θηλ. βιοδώτις, ιδος, η) (Α) ο βιοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + δώτης < δίδωμι (πρβλ. αδώτης)] … Dictionary of Greek